τραχειοβρογχικός

τραχειοβρογχικός
-ή, -ό, Ν
(ανατιατρ.) αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στην τραχεία και στους βρόγχους (α. «τραχειοβρογχικό δένδρο» β. «τραχειοβρογχικά γάγγλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheobronchique (< τραχεία + βρογχικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”